Αφέθηκα να με πάρει η θάλασσα
με τα χέρια ανοιχτά,
κρεμασμένα σαν
σε αόρατο σταυρό
Με το κεφάλι βυθισμένο στο νερό
να σβήνει όλο τον θόρυβο που
κουβαλούσε η στεριά
και τα μαλλιά σκόρπια
γυαλιστερά,
μαύρα φίδια
να απομακρύνονται
απ' τις σκέψεις που
μ' οδήγησαν σε σένα.
Τα πόδια δίπλωσαν
σ' ένα ελαφρύ
σταυροπόδι
και σαν σε θαλάσσια προσευχή
αφέθηκα στην σιωπή
του γαλάζιου που με τύλιξε.
Ω θάλασσα μοιραία και
θαυματουργή
πόση αλμύρα
να φυλάξω
τις ώρες που δεν σ' ανταμώνω!